- άογκος
- ἄογκος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, λεπτός2. όποιος δεν έχει μάζα ή όγκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀογκότερον — ἄογκος notbulky adverbial comp ἄογκος notbulky masc acc comp sg ἄογκος notbulky neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀογκότατον — ἄογκος notbulky masc acc superl sg ἄογκος notbulky neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόγκως — ἄογκος notbulky adverbial ἄογκος notbulky masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄογκον — ἄογκος notbulky masc/fem acc sg ἄογκος notbulky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόγκου — ἄογκος notbulky masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόγκῳ — ἄογκος notbulky masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄογκα — ἄογκος notbulky neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄογκοι — ἄογκος notbulky masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek